πλειστηριάζω

πλειστηριάζω
πλειστηρίασα, πλειστηριάστηκα, βάζω κάτι σε πλειστηριασμό, σε δημοπρασία, πουλώ κάτι με δημοπρασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …   Dictionary of Greek

  • αναπλειστηριάζω — πλειστηριάζω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη, επαναλαμβάνω πλειστηριασμό που δεν έγινε ή ακυρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • πλειστηριαζόμενος — πλειστηριάζω raise the price pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζειν — πλειστηριάζω raise the price pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζεσθαι — πλειστηριάζω raise the price pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάζων — πλειστηριάζω raise the price pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριάσαντες — πλειστηριάζω raise the price aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλειστηριῶ — πλειστηριάζω raise the price fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλειστηρίασε — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλειστηρίασεν — πλειστηριάζω raise the price aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”